Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρσιον — τὸ, Α βλ. πέρσειον … Dictionary of Greek
περσίου — πέρσιον fruit of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσειον — και πέρσιον, τὸ, Α [περσέα] 1. ο καρπός τού δέντρου περσέα 2. το φυτό στρύχνον το μανικόν … Dictionary of Greek